παραβῶ

παραβῶ
παράπτω
aor subj pass 1st sg (attic epic doric)
παραβαίνω
go by the side of
aor subj act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γυρίζω — (Μ γυρίζω) 1. [γύρος] 1. περιέρχομαι, περιοδεύω 2. στρέφω κάποιον ή κάτι 3. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι 4. κάνω κάποιον να επιστρέψει 5. αλλάζω κατεύθυνση 6. αλλάζω διαθέσεις 7. επιστρέφω, επανέρχομαι νεοελλ. 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. εκτρέπω,… …   Dictionary of Greek

  • δωροδοκώ — και άω (AM δωροδοκῶ, έω) δίνω δώρα σε κάποιον για να παραβεί το καθήκον του, να μεροληπτήσει προς όφελός μου αρχ. δέχομαι δώρα για να παραβώ το καθήκον μου …   Dictionary of Greek

  • δωροληπτώ — (AM δωροληπτῶ, έω) δέχομαι δώρα για να παραβώ το καθήκον μου …   Dictionary of Greek

  • παραβατικός — ή, όν, Α [παραβατός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή είναι διατεθειμένος σε παράβαση, σε αθέτηση 2. αυτός που ανήκει ή ο σχετικός με την παράβαση τής αρχαίας αττικής κωμωδίας. επίρρ... παραβατικῶς Α φρ. «παραβατικῶς ἔχω τινός» είμαι… …   Dictionary of Greek

  • παραβαίνω — παραβαίνω, (παρέβηκα), (να παραβώ) βλ. πίν. 145 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”